- πλειοψηφώ
- (ε) αμετ. собирать большинство голосов; собрать большее число голосов, чем другие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλειοψηφώ — πλειοψηφώ, πλειοψήφησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: πλειοψηφώ : έχει επικρατήσει αντί του παλιότερου πλειονοψηφώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλειοψηφώ — και πλειονοψηφώ, έω, Ν έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφώ (< ψηφος < ψήφος), πρβλ. ισο ψηφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Χρ. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
πλειοψηφώ — πλειοψήφησα, έχω ή παίρνω την πλειοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλειονοψηφώ — έω, Ν βλ. πλειοψηφώ … Dictionary of Greek
πλειονοψηφώ — βλ. πλειοψηφώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)